ανομοιογενής

ανομοιογενής
ης, ες разнородный; различный, разный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανομοιογενής" в других словарях:

  • ανομοιογενής — ές (Α ἀνομοιογενής) 1. αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γένος 2. αυτός που αποτελείται από ανόμοια μέρη …   Dictionary of Greek

  • ανομοιογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που είναι διαφορετικής καταγωγής ή προέλευσης: Ο πληθυσμός της χώρας αυτής είναι ανομοιογενής. Ουσ. ανομοιογένεια, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνομοιογενῆ — ἀνομοιογενής of different kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνομοιογενής of different kind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενεῖ — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενεῖς — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem acc pl ἀνομοιογενής of different kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενές — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem voc sg ἀνομοιογενής of different kind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενοῦς — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενέσι — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενέσιν — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενῶν — ἀνομοιογενής of different kind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιογενῶς — ἀνομοιογενής of different kind adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»